[Τοποθέτηση στον τρίτο διάλογο του Δικτύου
Διαγενεακής Δικαιοσύνης «Άνεργοι Νέοι και Νέοι Άνεργοι; Το παρόν και το μέλλον
της εργασίας στην Ελλάδα» (13/2/2018, Αθήνα – Aegean College)]
Ο κ.
Χρήστος Τριαντόπουλος κατά την τοποθέτησή του, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι «[…] Η
ανεργία και, ειδικότερα, η ανεργία των νέων ανθρώπων τροφοδοτεί περαιτέρω την
ανισότητα μεταξύ των γενεών στη χώρα μας. Βέβαια, αν αναλύσουμε τα δεδομένα
στην αγορά εργασίας πριν και μετά την κρίση τότε θα διαπιστώσουμε ότι η κρίση,
το πρόβλημα, είναι μεγαλύτερο για την ανεργία στους μεσήλικες συμπολίτες μας.
Μία ανεργία που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αφού πρόκειται για περιπτώσεις
συμπολιτών μας με περιορισμένη εργασιακή ευελιξία, αλλά και αυξημένες
προσωπικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Μία ανεργία, ωστόσο, με βραχυπρόθεσμη
ή (ως ένα βαθμό) μεσοπρόθεσμη διάσταση. Η ανεργία, όμως, που έχει μία σημαντική μακροπρόθεσμη διάσταση
είναι η ανεργία στους νέους. Και αυτό διότι πλήττει σημαντικά τον παραγωγικό
συντελεστή εργασία στη χώρα μας. Επί της ουσίας, επιβαρύνονται οι δυνατότητες
δυναμικής και διατηρήσιμης ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια. Πρόκειται για μία
επιβάρυνση που δεν είναι εύκολο να αντιστραφεί –τουλάχιστον άμεσα. Ποια είναι,
λοιπόν, τα βασικά στοιχεία αυτής της επιβάρυνσης στις αναπτυξιακές δυνατότητες
της χώρα μας;
Το πρώτο
είναι το πιο γνωστό σε όλους μας. Είναι η εκροή των μορφωμένων νέων στο
εξωτερικό, το γνωστό brain drain. Όπου το ικανό εργατικό δυναμικό, στο οποίο το
κράτος έχει επενδύσει μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, αξιοποιεί αυτή την
«επένδυση» για να εργαστεί στο εξωτερικό –όπου οι αμοιβές ανταποκρίνονται
καλύτερα στα προσόντα του. Και, δυστυχώς, αυτή η εκροή εργατικού δυναμικού δεν
αντισταθμίζεται από εισροή εμβασμάτων προς τη χώρα μας. Άλλωστε, δεν ξέρω ποιος
θα προτιμούσε να τοποθετήσει τα χρήματά του σε ένα τραπεζικό σύστημα που
βρίσκεται σε capital controls και όχι σε κάποιο άλλο πιο εύρωστο και σύγχρονο
σύστημα.
Το
δεύτερο σημείο είναι η αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην εγχώρια
αγορά εργασίας. Δηλαδή, των θέσεων εργασίας που προσφέρονται και της κατάρτισης
που έχουν οι νέοι.
Το τρίτο
σημείο είναι η υστέρηση μπροστά στα νέα εργασιακά δεδομένα που θα προκύψουν στο
πλαίσιο της περαιτέρω ψηφιοποίησης και αυτοματοποίησης της παραγωγικής
διαδικασίας. Δηλαδή, μπροστά στα νέα δεδομένα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Πρόκειται
για τρία διαρθρωτικά ζητήματα που δεν είναι εύκολο να λυθούν από τη μία μέρα
στην άλλη. Τουλάχιστον, όμως, πρέπει να μπουν στη δημόσια ατζέντα, ώστε να
αρχίσουμε να προσπαθούμε για να τα λύσουμε. Για να δούμε πως θα ανταποκριθούμε
στις εργασιακές προκλήσεις των νέων και των επόμενων γενεών. Γιατί αλλιώς θα
παραμείνουμε εγκλωβισμένοι σε καταστάσεις επιδομάτων, επιδοτήσεων,
συμβασιούχων, κατώτατων μισθών, διορισμών στο δημόσιο, και, δυστυχώς,
χαρτζιλικιού από τη σύνταξη του γονιού –που μπορεί να συνεχίζει να μειώνεται
[…]».