Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Χρήστος Τριαντόπουλος | "Η Τρίτη Διάσταση της Ανάλυσης των Πραγμάτων της Κοινωνίας"

[Εισήγηση στον πρώτο διάλογο του Δικτύου Διαγενεακής Δικαιοσύνης «Αλληλεγγύη των Γενεών: Οριοθετώντας και Αναγνωρίζοντας το Έλλειμμα» (28/9/2017, Αθήνα – Aegean College)]

Σήμερα είναι μία σημαντική στιγμή για την πορεία που ξεκινήσαμε, ως Κοινότητα Διαλόγου Σύνθεσις, πριν ορισμένους μήνες, για να «συναντηθούμε» με άλλους φορείς και ειδικούς στη δημιουργία του Δικτύου Διαγενεακής Δικαιοσύνης. Σήμερα, λοιπόν, είναι ο πρώτος δημόσιος διάλογος του Δικτύου. Πρόκειται για μία εθελοντική και συλλογική πρωτοβουλία για την ανάδειξη της κρισιμότητας της αποκατάστασης της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών, πέρα από μαξιμαλιστικές και συγκρουσιακές οπτικές. Σε αυτή την πρωτοβουλία, λοιπόν, κάνοντας και μία μικρή εισαγωγή, συμμετέχουν ισότιμα διάφοροι επιστημονικοί και κοινωνικοί φορείς, από διαφορετικές τάσεις και οπτικές, αλλά και πανεπιστημιακοί και ερευνητές από ιδρύματα τόσο της Ελλάδας, όσο και του εξωτερικού.

Η επιδίωξη, επί της ουσίας, είναι να αναδειχθεί η τρίτη διάσταση της ανάλυσης των πραγμάτων σε μία κοινωνία. Έτσι, παράλληλα με τον «οριζόντιο» άξονα της πολιτικής και ιδεολογικής διαφοροποίησης και τον «κάθετο» άξονα της οικονομικής και ταξικής διαφοροποίησης, στοχεύουμε να «ρίξουμε» φως στον άξονα της σχέσης μεταξύ των γενεών. Τα 3Δ, λοιπόν, του Δικτύου Διαγενεακής Δικαιοσύνης ανταποκρίνονται και σε ένα «τρισδιάστατο» πλαίσιο ανάλυσης των πραγμάτων στην κοινωνία. Εξού και το 3D.

Φυσικά, βασική προϋπόθεση για την ανάδειξη ενός κοινωνικού ζητήματος είναι ο εντοπισμός του και η αναγνώρισή του. Και αυτό θα επιχειρήσουμε σήμερα, με συναδέλφους που έχουν ασχοληθεί σε βάθος με το ζήτημα της διαγενεακής αλληλεγγύης. Ως διαγενεακή αλληλεγγύη, λοιπόν, μπορούμε να ορίσουμε τη μέριμνα για περισσότερο δίκαιη και αναλογική κατανομή οφελών και βαρών μεταξύ των γενεών, λαμβάνοντας υπόψη ακόμα και αυτούς που δεν είναι σε θέση –ακόμα– να ψηφίσουν, αλλά θα επωμιστούν ή θα καρπωθούν τα αποτελέσματα της τρέχουσας κατάστασης.
Δυστυχώς, η ελληνική πραγματικότητα χαρακτηρίστηκε από άνιση κατανομή οφελών και βαρών μεταξύ των γενεών, που φαίνεται να διογκώθηκε τα χρόνια της κρίσης. Πριν από την κρίση, η χρηματοδοτική ευφορία και ευχέρεια της χώρας να συντηρεί την ευρύτερη ελλειμματική δραστηριότητά της από τις αγορές επέτρεψε την επιφανειακή «κάλυψη» του φαινομένου. Οι ενδείξεις, ωστόσο, ήταν ξεκάθαρες και ηχηρές σε διαστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, όπως η διόγκωση του δημοσίου χρέους, η μη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, οι προοπτικές των νέων σε ένα ευρωπαϊκό και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Κατά την περίοδο της κρίσης, υπάρχει η αίσθηση ότι η ανισότητα και η απουσία δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών έχει διογκωθεί σημαντικά. Και αυτό οφείλεται, αφενός, στον καταμερισμό της επιβάρυνσης και των συνεπειών της οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής, και, αφετέρου, στην αναβολή και στη μετάθεση στο μέλλον των κρίσιμων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η κατανομή, λοιπόν, της προσαρμογής έγινε σε βάρος των νεότερων και επόμενων γενεών. Μία άνιση κατανομή που παρατηρείται σε πολλές διαστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας, όπως:
·      Το άνισο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα.
·      Το υψηλό και με μεγάλη ωρίμανση δημόσιο χρέος.
·      Οι  πιέσεις στην αγορά εργασίας των νέων και η υψηλή ανεργία.
·      Οι «αποτρεπτικές» συνθήκες ανάπτυξης νέας και καινοτόμου επιχειρηματικής δραστηριότητας.
·      Η διατήρηση συνθηκών αδιαφάνειας και προνομιακών καταστάσεων.
·      Η αδυναμία «ανοίγματος» θεσμών και διαδικασιών στην κοινωνία.
·      Ο μη εκσυγχρονισμός του δημόσιου μηχανισμού.
·      Οι συνθήκες δύο ή περισσότερων (μισθολογικών) ταχυτήτων στο δημόσιο τομέα.
·      Οι αγκυλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
·      Η προσβασιμότητα και η πρόνοια για τα άτομα με αναπηρία.
·      Η επιβάρυνση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβίωσης.

Σε όλες αυτές τις διαστάσεις στους «χαμένους» βρίσκουμε τους νέους και τις επόμενες γενιές. Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε τόσο την περαιτέρω γήρανση του πληθυσμού (και την επιβάρυνση στο κοινωνικό κράτος), όσο και τις δυσμενείς προοπτικές της οικονομίας, το πιθανότερο είναι να έχουμε διόγκωση του φαινομένου του brain drain, της εκροής στο εξωτερικό των νέων με υψηλή κατάρτιση και προσόντα. Προσόντα, όμως, που αποκτήθηκαν στην Ελλάδα, καθώς η ελληνική κοινωνία έχει επενδύσει στους νέους που έχουν σπουδάσει στο εγχώριο εκπαιδευτικό σύστημα.
Προκύπτει, λοιπόν, διπλή απώλεια τόσο από τον περιορισμό του υψηλής κατάρτισης ανθρώπινου δυναμικού, όσο και από τη «χαμένη» επένδυση που έγινε από την ελληνική κοινωνία στο εν λόγω δυναμικό και αξιοποιείται αλλού.

Πρόκειται για μία αρνητική εξέλιξη που γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική εάν τη συγκρίνουμε με παλαιότερες φάσεις εκροής εργατικού δυναμικού από τη χώρα μας. Και αυτό διότι:
·      Το εργατικό δυναμικό είναι υψηλής κατάρτισης και όχι βασικής ή χαμηλής –όπως παλαιότερα– επηρεάζοντας σημαντικά την παραγωγικότητα και τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
·      Η εκροή δεν σχετίζεται με τη βιοποριστική συντήρηση της οικογένειας πίσω στην πατρίδα –όπως παλαιότερα, με αποτέλεσμα να είναι ελάχιστα πιθανή η επιστροφή των νέων που έφυγαν.
·      Η εκροή δεν σχετίζεται με την εισροή πόρων και εμβασμάτων στη χώρα προέλευσης –όπως παλαιότερα– καθώς, πέρα από τις οικογενειακές συνθήκες, η αστάθεια στην εγχώρια οικονομία, οι φόβοι για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και, φυσικά, το καθεστώς capital controls καθιστούν μη ορθολογική επιλογή τη τοποθέτηση και αποταμίευση κεφαλαίων στην Ελλάδα.

Όλες αυτές οι καταστάσεις επηρεάζονται, φυσικά, από τις ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αντιστραφεί αυτή η αρνητική τάση. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να αρχίσει η σταδιακή αποκατάσταση της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών, ώστε να καταστεί ελκυστική για τις νέες γενιές η προσπάθεια αλλαγής του εγχώριου υποδείγματος και εξόδου από την κρίση. Μία τέτοια, λοιπόν, προσπάθεια θα μπορούσε και πρέπει να περιλαμβάνει την προώθηση θεσμικών παρεμβάσεων στα πεδία που εντοπίζεται το μεγαλύτερο έλλειμμα διαγενεακής δικαιοσύνης. Και προς αυτή την κατεύθυνση, φιλοδοξούμε να συμβάλλει και το Δίκτυο Διαγενεακής Δικαιοσύνης. Φιλοδοξούμε μέσα από δημόσιους διαλόγους, επιστημονική ανάλυση, τεχνοκρατική τεκμηρίωση, σύνθεση απόψεων και ουσιαστικές συνεργασίες να αποτυπώσουμε το πρόβλημα και να διατυπώσουμε θεσμικές προτάσεις.


Και αυτό διότι, όσο και αν φαντάζει ουτοπικό, η επίτευξη ενός «κοινωνικού συμβολαίου» για τη αλλαγή του υποδείγματος, προϋποθέτει αυτό να βασιστεί σε μία διαγενεακή συμφωνία που θα το καταστήσει ελκυστικό για εκείνους που θα κληθούν να το υλοποιήσουν. Να το υλοποιήσουν προς όφελος όλων των γενεών, αφού μόνο εάν τροχοδρομηθεί η οικονομία σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης θα αποτραπεί η περαιτέρω επιβάρυνση του βιοτικού επιπέδου όλης της κοινωνίας, νέων και μεγαλύτερων γενεών.  Έχουμε, συνεπώς, αρκετά πράγματα να συζητήσουμε και να αναλύσουμε την επόμενη περίοδο στο πλαίσιο των εργασιών του Δικτύου, όπως και αρκετά ενδιαφέροντα θα ακούσουμε από τους συναδέλφους που ακολουθούν.